Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περδίκιον
περδίκιος
περδικίτης
περδικοθήρας
περδικοτροφεῖον
περδικοτρόφος
πέρδιξ
πέρδομαι
πέρηθεν
περητήριον
περητός
περήτρια
πέρθω
περί
περιαγαπάζομαι
περδικοάω
περιαγγέλλω
περιαγείρομαι
περιαλή
περιαγής
περιαγινέω
View word page
περητός
περητός, , όν, Ion. for περᾱτός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περητός
Headword (normalized):
περητός
Headword (normalized/stripped):
περητος
IDX:
81007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81008
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περητός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, Ion. for <span class="foreign greek">περᾱτός</span>.</div><br><br>'}