Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περδικιδεύς
περδικικός
περδίκιον
περδίκιος
περδικίτης
περδικοθήρας
περδικοτροφεῖον
περδικοτρόφος
πέρδιξ
πέρδομαι
πέρηθεν
περητήριον
περητός
περήτρια
πέρθω
περί
περιαγαπάζομαι
περδικοάω
περιαγγέλλω
περιαγείρομαι
περιαλή
View word page
πέρηθεν
πέρηθεν
,
πέρην
, Ion. and Ep. for
πέρᾱθεν, πέραν
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πέρηθεν
Headword (normalized):
πέρηθεν
Headword (normalized/stripped):
περηθεν
IDX:
81005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81006
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πέρηθεν</span>, <span class="orth greek">πέρην</span>, Ion. and Ep. for <span class="foreign greek">πέρᾱθεν, πέραν</span>.</div><br><br>'}