Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Πέργαμος
Πέργαμον
Περγασή
πέργουλος
περδίκειος
περδικιάς
περδικιδεύς
περδικικός
περδίκιον
περδίκιος
περδικίτης
περδικοθήρας
περδικοτροφεῖον
περδικοτρόφος
πέρδιξ
πέρδομαι
πέρηθεν
περητήριον
περητός
περήτρια
πέρθω
View word page
περδικίτης
περδικ-ίτης [ῑτ] (sc. λίθος), , a kind of stone, Alex.Trall. 12 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περδικίτης
Headword (normalized):
περδικίτης
Headword (normalized/stripped):
περδικιτης
IDX:
80999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81000
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περδικ-ίτης</span> <span class="pron greek">[ῑτ]</span> (sc. <span class="foreign greek">λίθος</span>), <span class="gen greek">ὁ</span>, a kind of stone, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0744.tlg001:12" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0744.tlg001:12/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.Trall.</span> 12 </a>.</div><br><br>'}