Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περγάμιον
Πέργαμος
Πέργαμον
Περγασή
πέργουλος
περδίκειος
περδικιάς
περδικιδεύς
περδικικός
περδίκιον
περδίκιος
περδικίτης
περδικοθήρας
περδικοτροφεῖον
περδικοτρόφος
πέρδιξ
πέρδομαι
πέρηθεν
περητήριον
περητός
περήτρια
View word page
περδίκιος
περδίκιος
A). βοτάνη Hsch. s.v. ἑλξίνη ).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περδίκιος
Headword (normalized):
περδίκιος
Headword (normalized/stripped):
περδικιος
IDX:
80998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80999
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περδίκιος</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">βοτάνη</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἑλξίνη</span> ).</div> </div><br><br>'}