Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περατής
περατικός
περατοειδής
περατός
περατόω
περάτωσις
περατωτικός
περατωτός
περάω1
περάω2
περγάμιον
Πέργαμος
Πέργαμον
Περγασή
πέργουλος
περδίκειος
περδικιάς
περδικιδεύς
περδικικός
περδίκιον
περδίκιος
View word page
περγάμιον
περγάμιον· δήμιον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περγάμιον
Headword (normalized):
περγάμιον
Headword (normalized/stripped):
περγαμιον
IDX:
80988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80989
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περγάμιον·</span> <span class="foreign greek">δήμιον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}