Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πέραν
πέρανδε
περαντέον
περάντης
περαντικός
περάπτων
πέρας
περάσιμος
πέρασις
περασμός
περατεύω
περάτη
περάτηθεν
περατής
περατικός
περατοειδής
περατός
περατόω
περάτωσις
περατωτικός
περατωτός
View word page
περατεύω
περᾰτ-εύω,
A). = περαίνω , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περατεύω
Headword (normalized):
περατεύω
Headword (normalized/stripped):
περατευω
IDX:
80975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80976
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περᾰτ-εύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">περαίνω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}