Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεπρωΐων
πέπρωται
πεπτήριος
πεπτηώς
πεπτικός
πεπτός
πέπτρια
πέπτω
πέπων
περ1
περ2
πέρα1
πέρα2
περαᾶν
περαγείς
περάγην
πέραθεν
περαίας
περαίη
περαίνω
περαιόθεν
View word page
περ2
περ (B), Aeol. for περί.


ShortDef

precisely; w. pple. even though (later καίπερ)

Debugging

Headword:
περ2
Headword (normalized):
περ
Headword (normalized/stripped):
περ2
IDX:
80948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80949
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περ</span> (B), Aeol. for <span class="foreign greek">περί</span>.</div><br><br>'}