Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεπόνθησις
πεπονώδης
πεπορεῖν
πεπορθημένως
πεπόσθαι
πεπραδίλη
πεπρίλος
πεπρωΐων
πέπρωται
πεπτήριος
πεπτηώς
πεπτικός
πεπτός
πέπτρια
πέπτω
πέπων
περ1
περ2
πέρα1
πέρα2
περαᾶν
View word page
πεπτηώς
πεπτηώς,
A). v. πτήσσω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεπτηώς
Headword (normalized):
πεπτηώς
Headword (normalized/stripped):
πεπτηως
IDX:
80941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80942
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεπτηώς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πτήσσω</span> .</div> </div><br><br>'}