Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πεπλανημένως
πεπλασμένως
πεπλατυσμένως
πέπληγον
πεπληθυσμένως
πεπλημένος
πεπληρωμένως
πεπλίς
πεπλογραφία
πεπλοδόχος
πεπλοθήκη
πεπλοποιία
πέπλος
πέπλυφος
πέπλωμα
πέπνυμαι
πεποιημένως
πεποίθησις
πεποιθία
πεποιθότως
πεποικιλμένως
View word page
πεπλοθήκη
πεπλο-θήκη
,
ἡ
,
A).
wardrobe,
IG
22.1462.12
.
ShortDef
wardrobe
Debugging
Headword:
πεπλοθήκη
Headword (normalized):
πεπλοθήκη
Headword (normalized/stripped):
πεπλοθηκη
IDX:
80917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80918
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεπλο-θήκη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wardrobe,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 22.1462.12 </span>.</div> </div><br><br>'}