Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεπιασμένως
πεπιθεῖν
πεπινωμένως
πεπιστευμένως
πεπεροωμένως
πεπλανημένως
πεπλασμένως
πεπλατυσμένως
πέπληγον
πεπληθυσμένως
πεπλημένος
πεπληρωμένως
πεπλίς
πεπλογραφία
πεπλοδόχος
πεπλοθήκη
πεπλοποιία
πέπλος
πέπλυφος
πέπλωμα
πέπνυμαι
View word page
πεπλημένος
πεπλημένος,
A). v. πελάζω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεπλημένος
Headword (normalized):
πεπλημένος
Headword (normalized/stripped):
πεπλημενος
IDX:
80912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80913
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεπλημένος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πελάζω</span> .</div> </div><br><br>'}