Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεπερίζω
πεπερόγαρον
πεπερόζωμος
πεπιασμένως
πεπιθεῖν
πεπινωμένως
πεπιστευμένως
πεπεροωμένως
πεπλανημένως
πεπλασμένως
πεπλατυσμένως
πέπληγον
πεπληθυσμένως
πεπλημένος
πεπληρωμένως
πεπλίς
πεπλογραφία
πεπλοδόχος
πεπλοθήκη
πεπλοποιία
πέπλος
View word page
πεπλατυσμένως
πεπλᾰτυσμένως, Adv.,(πλατύνω)
A). widely, Tz. ad Lyc. 1414 .


ShortDef

widely

Debugging

Headword:
πεπλατυσμένως
Headword (normalized):
πεπλατυσμένως
Headword (normalized/stripped):
πεπλατυσμενως
IDX:
80909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80910
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεπλᾰτυσμένως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">πλατύνω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">widely</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Tz.</span> </span> ad <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 1414 </span>.</div> </div><br><br>'}