Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πεπερᾶτος
πεπερημένος
πέπερῐ
πεπερίζω
πεπερόγαρον
πεπερόζωμος
πεπιασμένως
πεπιθεῖν
πεπινωμένως
πεπιστευμένως
πεπεροωμένως
πεπλανημένως
πεπλασμένως
πεπλατυσμένως
πέπληγον
πεπληθυσμένως
πεπλημένος
πεπληρωμένως
πεπλίς
πεπλογραφία
πεπλοδόχος
View word page
πεπεροωμένως
πεπερο-ωμένως
,
Aq.
Is.
25.1
,
Nu.
5.22
, al.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πεπεροωμένως
Headword (normalized):
πεπεροωμένως
Headword (normalized/stripped):
πεπεροωμενως
IDX:
80906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80907
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεπερο-ωμένως</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Is.</span> 25.1 </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Nu.</span> 5.22 </span>, al.</div><br><br>'}