Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεπεισμένως
πεπερασμενάκις
πεπερᾶτος
πεπερημένος
πέπερῐ
πεπερίζω
πεπερόγαρον
πεπερόζωμος
πεπιασμένως
πεπιθεῖν
πεπινωμένως
πεπιστευμένως
πεπεροωμένως
πεπλανημένως
πεπλασμένως
πεπλατυσμένως
πέπληγον
πεπληθυσμένως
πεπλημένος
πεπληρωμένως
πεπλίς
View word page
πεπινωμένως
πεπῐνωμένως,
A). v. πινόομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεπινωμένως
Headword (normalized):
πεπινωμένως
Headword (normalized/stripped):
πεπινωμενως
IDX:
80904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80905
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεπῐνωμένως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πινόομαι</span> .</div> </div><br><br>'}