Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πέπειρος
πεπεισμένως
πεπερασμενάκις
πεπερᾶτος
πεπερημένος
πέπερῐ
πεπερίζω
πεπερόγαρον
πεπερόζωμος
πεπιασμένως
πεπιθεῖν
πεπινωμένως
πεπιστευμένως
πεπεροωμένως
πεπλανημένως
πεπλασμένως
πεπλατυσμένως
πέπληγον
πεπληθυσμένως
πεπλημένος
πεπληρωμένως
View word page
πεπιθεῖν
πεπῐθεῖν, πεπερο-θοῦσα, πεπερό-θοιμεν, πεπερό-θοιεν, πεπερο-θήσω, πεπέρο-θμεν,
A). v. πείθω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεπιθεῖν
Headword (normalized):
πεπιθεῖν
Headword (normalized/stripped):
πεπιθειν
IDX:
80903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80904
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεπῐθεῖν</span>, <span class="orth greek">πεπερο-θοῦσα</span>, <span class="orth greek">πεπερό-θοιμεν</span>, <span class="orth greek">πεπερό-θοιεν</span>, <span class="orth greek">πεπερο-θήσω</span>, <span class="orth greek">πεπέρο-θμεν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πείθω</span> .</div> </div><br><br>'}