Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πέπειρᾰ
πέπειρος
πεπεισμένως
πεπερασμενάκις
πεπερᾶτος
πεπερημένος
πέπερῐ
πεπερίζω
πεπερόγαρον
πεπερόζωμος
πεπιασμένως
πεπιθεῖν
πεπινωμένως
πεπιστευμένως
πεπεροωμένως
πεπλανημένως
πεπλασμένως
πεπλατυσμένως
πέπληγον
πεπληθυσμένως
πεπλημένος
View word page
πεπιασμένως
πεπῐασμένως
or
πεπερο-εσμένως
, Adv.,(
πιέζω, -άζω
)
A).
closely
,
Hsch.
s.v.
βύζην
.
ShortDef
closely
Debugging
Headword:
πεπιασμένως
Headword (normalized):
πεπιασμένως
Headword (normalized/stripped):
πεπιασμενως
IDX:
80902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80903
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεπῐασμένως</span> or <span class="orth greek">πεπερο-εσμένως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">πιέζω, -άζω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">closely</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">βύζην</span> .</div> </div><br><br>'}