Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πέπανσις
πεπαντικός
πεπαρεῖν
πεπαρμένος
πεπασμός
πέπειρᾰ
πέπειρος
πεπεισμένως
πεπερασμενάκις
πεπερᾶτος
πεπερημένος
πέπερῐ
πεπερίζω
πεπερόγαρον
πεπερόζωμος
πεπιασμένως
πεπιθεῖν
πεπινωμένως
πεπιστευμένως
πεπεροωμένως
πεπλανημένως
View word page
πεπερημένος
πεπερημένος,
A). v. πέρνημι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεπερημένος
Headword (normalized):
πεπερημένος
Headword (normalized/stripped):
πεπερημενος
IDX:
80897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80898
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεπερημένος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πέρνημι</span> .</div> </div><br><br>'}