Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πεντηκόσιοι
πεντηκοσταῖος
πεντηκόσταρχος
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστή
πεντηκοστήρ
πεντηκοστόεκτος
πεντηκοστολογέω
πεντηκοστολόγιον
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστόπαις
πεντηκοστόπρωτος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντηκοστώνης
πεντήρης
πεντόδρυον
πέντοζος
πεντόργυιος
πεντορκία
πεντόροβος
View word page
πεντηκοστόπαις
πεντηκοστό-παις
,
A).
f.l. for
πεντηκονταπ-
(q. v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πεντηκοστόπαις
Headword (normalized):
πεντηκοστόπαις
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοστοπαις
IDX:
80859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80860
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεντηκοστό-παις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">πεντηκονταπ-</span> (q. v.).</div> </div><br><br>'}