Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνεδάφιστος
ἀνέδην
ἀνέδραστος
ἀνέεδνος
ἀνέζω
ἀνεθέλητος
ἀνεθίζομαι
ἀνεθιστέον
ἀνέθιστος
ἀνείδεος
ἀνειδωλόπληκτος
ἀνειδωλοποιέω
ἀνειδωλοποίησις
ἀνεικάζομαι
ἀνεικαιότης
ἀνείκαστος
ἀνεικής
ἀνεικία
ἀνεικόνιστος
ἄνεικος
ἀνειλείθυια
View word page
ἀνειδωλόπληκτος
ἀνειδωλόπληκτος, ον,
A). not afflicted by ghosts, PMag.Par. 1.1063 .


ShortDef

not afflicted by ghosts

Debugging

Headword:
ἀνειδωλόπληκτος
Headword (normalized):
ἀνειδωλόπληκτος
Headword (normalized/stripped):
ανειδωλοπληκτος
IDX:
8085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8086
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνειδωλόπληκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not afflicted by ghosts,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMag.Par.</span> 1.1063 </span>.</div> </div><br><br>'}