Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντόστολον
πεντηκοντούτης
πεντηκοντοφύλαξ
πεντηκόσιοι
πεντηκοσταῖος
πεντηκόσταρχος
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστή
πεντηκοστήρ
πεντηκοστόεκτος
πεντηκοστολογέω
πεντηκοστολόγιον
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστόπαις
πεντηκοστόπρωτος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντηκοστώνης
πεντήρης
View word page
πεντηκοστήρ
πεντηκοστ-ήρ,
A). v. πεντηκοντήρ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεντηκοστήρ
Headword (normalized):
πεντηκοστήρ
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοστηρ
IDX:
80854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80855
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεντηκοστ-ήρ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πεντηκοντήρ</span> .</div> </div><br><br>'}