Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεντηκοντομέσοδμος
πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντόστολον
πεντηκοντούτης
πεντηκοντοφύλαξ
πεντηκόσιοι
πεντηκοσταῖος
πεντηκόσταρχος
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστή
πεντηκοστήρ
πεντηκοστόεκτος
πεντηκοστολογέω
πεντηκοστολόγιον
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστόπαις
πεντηκοστόπρωτος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντηκοστώνης
View word page
πεντηκοστή
πεντηκοστ-ή,
A). v. πεντηκοστός 11 .


ShortDef

fiftieth: two-percent tax; Pentecost

Debugging

Headword:
πεντηκοστή
Headword (normalized):
πεντηκοστή
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοστη
IDX:
80853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80854
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεντηκοστ-ή</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πεντηκοστός</span> <span class="bibl"> 11 </span>.</div> </div><br><br>'}