Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεντηκοντηρικὰ
πεντηκοντόγυος
πεντηκοντομέσοδμος
πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντόστολον
πεντηκοντούτης
πεντηκοντοφύλαξ
πεντηκόσιοι
πεντηκοσταῖος
πεντηκόσταρχος
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστή
πεντηκοστήρ
πεντηκοστόεκτος
πεντηκοστολογέω
πεντηκοστολόγιον
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστόπαις
πεντηκοστόπρωτος
πεντηκοστός
View word page
πεντηκόσταρχος
πεντηκόστ-αρχος, ,
A). chairman of the company which farmed the πεντηκοστή, AB 297 , Phot. (-οντ- cod.).


ShortDef

chairman of the company which farmed the πεντηκοστή

Debugging

Headword:
πεντηκόσταρχος
Headword (normalized):
πεντηκόσταρχος
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοσταρχος
IDX:
80851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80852
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεντηκόστ-αρχος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">chairman of the company which farmed the</span> <span class="foreign greek">πεντηκοστή</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 297 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> (<span class="foreign greek">-οντ</span>- cod.).</div> </div><br><br>'}