Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεντηκοντατέσσαρες
πεντηκοντατρεῖς
πεντηκοντάχοος
πεντηκόντερος
πεντηκοντήρ
πεντηκοντήρης
πεντηκοντηρικὰ
πεντηκοντόγυος
πεντηκοντομέσοδμος
πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντόστολον
πεντηκοντούτης
πεντηκοντοφύλαξ
πεντηκόσιοι
πεντηκοσταῖος
πεντηκόσταρχος
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστή
πεντηκοστήρ
πεντηκοστόεκτος
View word page
πεντηκόντορος
πεντηκόντορος,
A). v. πεντηκόντερος .


ShortDef

a ship of burden with fifty oars

Debugging

Headword:
πεντηκόντορος
Headword (normalized):
πεντηκόντορος
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοντορος
IDX:
80845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80846
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεντηκόντορος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πεντηκόντερος</span> .</div> </div><br><br>'}