Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεντηκοντακαιτριέτης
πεντηκοντακάρηνος
πεντηκοντακέφαλος
πεντηκοντάκολλος
πεντηκοντάλιτρος
πεντηκονταμηναῖος
πεντηκονταμναῖος
πεντηκοντάπαις
πεντηκοντάπηχυς
πεντηκοντάπλεθρος
πεντηκονταρχέω
πεντηκονταρχία
πεντηκόνταρχος
πεντηκοντάς
πεντηκονταστάτηρον
πεντηκονταταλαντία
πεντηκοντατέσσαρες
πεντηκοντατρεῖς
πεντηκοντάχοος
πεντηκόντερος
πεντηκοντήρ
View word page
πεντηκονταρχέω
πεντηκονταρχ-έω,
A). to be πεντηκόνταρχος, D. 50.25 .


ShortDef

to be πεντηκόνταρχος

Debugging

Headword:
πεντηκονταρχέω
Headword (normalized):
πεντηκονταρχέω
Headword (normalized/stripped):
πεντηκονταρχεω
IDX:
80829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80830
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεντηκονταρχ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be</span> <span class="foreign greek">πεντηκόνταρχος</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0014.tlg050.perseus-grc1:25" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0014.tlg050.perseus-grc1:25/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span> 50.25 </a>.</div> </div><br><br>'}