Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεντέκτενος
πεντέλιθα
πεντελιθίζω
πεντέλοιπος
πεντέμηνον
πεντεμυριομέδιμνος
πεντέμυχος
πεντενιαύσιος
πεντεπάλαστος
πεντέπηχυς
πεντεπικαιδέκατος
πεντέπους
πεντεσύριγγος
πεντετάλαντος
πεντετηρικός
πεντετηρίς
πεντέτης
πεντετριάζομαι
πεντέφυλλον
πεντέχαλκον
πεντέχους
View word page
πεντεπικαιδέκατος
πεντεπικαιδέκᾰτος, η, ον, poet. for πεντεκαιδέκατος, AP 9.482.18 ( Agath.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεντεπικαιδέκατος
Headword (normalized):
πεντεπικαιδέκατος
Headword (normalized/stripped):
πεντεπικαιδεκατος
IDX:
80799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80800
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεντεπικαιδέκᾰτος</span>, <span class="itype greek">η</span>, <span class="itype greek">ον</span>, poet. for <span class="foreign greek">πεντεκαιδέκατος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 9.482.18 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Agath.</span></span>).</div><br><br>'}