Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πεντεκαιπεντηκονταετής
πεντεκαιτεσσαρακονθήμερος
πεντεκαιτεσσαράκοντα
πεντεκαιτριακοντάμετρος
πεντέκλινον
πεντέκοσμος
πεντέκτενος
πεντέλιθα
πεντελιθίζω
πεντέλοιπος
πεντέμηνον
πεντεμυριομέδιμνος
πεντέμυχος
πεντενιαύσιος
πεντεπάλαστος
πεντέπηχυς
πεντεπικαιδέκατος
πεντέπους
πεντεσύριγγος
πεντετάλαντος
πεντετηρικός
View word page
πεντέμηνον
πεντέ-μηνον
,
τό
, Att. for
πεντάμηνον
, Moer. p.321 P.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πεντέμηνον
Headword (normalized):
πεντέμηνον
Headword (normalized/stripped):
πεντεμηνον
IDX:
80793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80794
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεντέ-μηνον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Att. for <span class="foreign greek">πεντάμηνον</span>, Moer. p.321 P.</div><br><br>'}