Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεντεκαιδεκαπλασίων
πεντεκαιδεκαταῖος
πεντεκαιδεκατάλαντος
πεντεκαιδεκατημόριον
πεντεκαιδέκατος
πεντεκαιδεκάχορδος
πεντεκαιδεκήρης
πεντεκαιδεχήμερος
πεντεκαιεικοσάσημος
πεντεκαιείκοσι
πεντεκαιεικοσιέτης
πεντεκαιεικοστός
πεντεκαιπεντηκονταετής
πεντεκαιτεσσαρακονθήμερος
πεντεκαιτεσσαράκοντα
πεντεκαιτριακοντάμετρος
πεντέκλινον
πεντέκοσμος
πεντέκτενος
πεντέλιθα
πεντελιθίζω
View word page
πεντεκαιεικοσιέτης
πεντεκαι-εικοσιέτης, ες,
A). twentyfive years old, D.C. 52.20 .


ShortDef

twentyfive years old

Debugging

Headword:
πεντεκαιεικοσιέτης
Headword (normalized):
πεντεκαιεικοσιέτης
Headword (normalized/stripped):
πεντεκαιεικοσιετης
IDX:
80781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80782
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεντεκαι-εικοσιέτης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">twentyfive years old</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:52:20" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:52.20/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.C.</span> 52.20 </a>.</div> </div><br><br>'}