Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεντεκαιδεκαπλάσιος
πεντεκαιδεκαπλασίων
πεντεκαιδεκαταῖος
πεντεκαιδεκατάλαντος
πεντεκαιδεκατημόριον
πεντεκαιδέκατος
πεντεκαιδεκάχορδος
πεντεκαιδεκήρης
πεντεκαιδεχήμερος
πεντεκαιεικοσάσημος
πεντεκαιείκοσι
πεντεκαιεικοσιέτης
πεντεκαιεικοστός
πεντεκαιπεντηκονταετής
πεντεκαιτεσσαρακονθήμερος
πεντεκαιτεσσαράκοντα
πεντεκαιτριακοντάμετρος
πεντέκλινον
πεντέκοσμος
πεντέκτενος
πεντέλιθα
View word page
πεντεκαιείκοσι
πεντεκαι-είκοσι, οἱ, αἱ, τά,
A). twentyfive, better divisim πέντε καὶ εἴκοσι.


ShortDef

twentyfive

Debugging

Headword:
πεντεκαιείκοσι
Headword (normalized):
πεντεκαιείκοσι
Headword (normalized/stripped):
πεντεκαιεικοσι
IDX:
80780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80781
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεντεκαι-είκοσι</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, <span class="gen greek">αἱ</span>, <span class="gen greek">τά</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">twentyfive</span>, better divisim <span class="foreign greek">πέντε καὶ εἴκοσι</span>.</div> </div><br><br>'}