Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεντέδραχμος
πεντεκαίδεκα
πεντεκαιδεκάγωνον
πεντεκαιδεκαετηρίς
πεντεκαιδεκαετής
πεντεκαιδεκάκις
πεντεκαιδεκαμναῖος
πεντεκαιδεκαναΐα
πεντεκαιδέκανδρος
πεντεκαιδεκάπηχυς
πεντεκαιδεκαπλάσιος
πεντεκαιδεκαπλασίων
πεντεκαιδεκαταῖος
πεντεκαιδεκατάλαντος
πεντεκαιδεκατημόριον
πεντεκαιδέκατος
πεντεκαιδεκάχορδος
πεντεκαιδεκήρης
πεντεκαιδεχήμερος
πεντεκαιεικοσάσημος
πεντεκαιείκοσι
View word page
πεντεκαιδεκαπλάσιος
πεντεκαιδεκα-πλάσιος [πλᾰ], ον, = sq. (which is v. l.), Placit. 2.30.1 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεντεκαιδεκαπλάσιος
Headword (normalized):
πεντεκαιδεκαπλάσιος
Headword (normalized/stripped):
πεντεκαιδεκαπλασιος
IDX:
80770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80771
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεντεκαιδεκα-πλάσιος</span> <span class="pron greek">[πλᾰ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq. (which is v. l.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Placit.</span> 2.30.1 </span>.</div><br><br>'}