Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πενταστάδιος
πενταστάτηρος
πεντάστιχος
πεντάστοιχος
πεντάστομος
πεντασυλλαβία
πεντασυλλάβως
πεντασύριγγος
πεντάσχημος
πεντάσχοινος
πεντατάλαντος
πεντάτευχος
πεντάτομον
πενταφάρμακος
πενταφυής
πενταφύλακος
πενταφυλία
πενταφύλλος
πεντάφυλλον
πένταχᾰ
πενταχῆ
View word page
πεντατάλαντος
πεντα-τάλαντος, ον,
A). v. πεντετ- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεντατάλαντος
Headword (normalized):
πεντατάλαντος
Headword (normalized/stripped):
πενταταλαντος
IDX:
80735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80736
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεντα-τάλαντος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πεντετ-</span> .</div> </div><br><br>'}