Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεντάσκαλμος
πεντασπίθαμος
πεντασταδιαῖος
πενταστάδιος
πενταστάτηρος
πεντάστιχος
πεντάστοιχος
πεντάστομος
πεντασυλλαβία
πεντασυλλάβως
πεντασύριγγος
πεντάσχημος
πεντάσχοινος
πεντατάλαντος
πεντάτευχος
πεντάτομον
πενταφάρμακος
πενταφυής
πενταφύλακος
πενταφυλία
πενταφύλλος
View word page
πεντασύριγγος
πεντα-σύριγγος, v.l. for πεντες- in Poll. 8.72 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεντασύριγγος
Headword (normalized):
πεντασύριγγος
Headword (normalized/stripped):
πεντασυριγγος
IDX:
80732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80733
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεντα-σύριγγος</span>, v.l. for <span class="itype greek">πεντες</span>- in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:8:72" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:8.72/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 8.72 </a>.</div><br><br>'}