Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνέγερσις
ἀνέγερτος
ἀνεγκάλυπτος
ἀνεγκαρτέρητος
ἀνεγκέφαλος
ἀνεγκλησία
ἀνέγκλητος
ἀνέγκλιτος
ἀνεγκόπτως
ἀνεγκωμίαστος
ανεγμα
ἀνέγρομαι
ἀνεγχώρητος
ἀνεδάφιστος
ἀνέδην
ἀνέδραστος
ἀνέεδνος
ἀνέζω
ἀνεθέλητος
ἀνεθίζομαι
ἀνεθιστέον
View word page
ανεγμα
ᾰνεγμα· αἴνιγμα ( Tarent.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ανεγμα
Headword (normalized):
ανεγμα
Headword (normalized/stripped):
ανεγμα
IDX:
8072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8073
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ᾰνεγμα·</span> <span class="foreign greek">αἴνιγμα</span> ( Tarent.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}