Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πενταπλάσιος
πενταπλασιότης
πενταπλασίων
πεντάπλεθρος
πεντάπλευρον
πενταπλήσιος
πεντάπλοκος
πενταπλόος
πεντάπολις
πεντάπορος
πεντάπους
πενταπρωτεία
πεντάπτωτος
πεντάπυλος
πεντάρουρος
πεντάρραβδος
πεντάρραγος
πενταρταβία
πενταρταβιαῖος
πενταρχία
πεντάς
View word page
πεντάπους
πεντά-πους,
A). v. πεντέπους .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεντάπους
Headword (normalized):
πεντάπους
Headword (normalized/stripped):
πενταπους
IDX:
80710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80711
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεντά-πους</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πεντέπους</span> .</div> </div><br><br>'}