Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πενταπλασιάζομαι
πενταπλασιεπίπεμπτος
πενταπλασιεπιτέταρτος
πενταπλασιεπίτριτος
πενταπλασιεφήμισυς
πενταπλάσιος
πενταπλασιότης
πενταπλασίων
πεντάπλεθρος
πεντάπλευρον
πενταπλήσιος
πεντάπλοκος
πενταπλόος
πεντάπολις
πεντάπορος
πεντάπους
πενταπρωτεία
πεντάπτωτος
πεντάπυλος
πεντάρουρος
πεντάρραβδος
View word page
πενταπλήσιος
πεντα-πλήσιος,
A). v. πενταπλάσιος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πενταπλήσιος
Headword (normalized):
πενταπλήσιος
Headword (normalized/stripped):
πενταπλησιος
IDX:
80705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80706
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεντα-πλήσιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πενταπλάσιος</span> .</div> </div><br><br>'}