Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεντάμυρον
πενταναΐα
πεντανούμμιον
πενταξεστιαῖον
πενταξός
πεντάοζος
πενταούγκιον
πενταπαλαιστιαῖος
πενταπάλαιστος
πεντάπεδος
πενταπέταλον
πενταπετές
πενταπέτηλον
πενταπήχης
πενταπλασιάζομαι
πενταπλασιεπίπεμπτος
πενταπλασιεπιτέταρτος
πενταπλασιεπίτριτος
πενταπλασιεφήμισυς
πενταπλάσιος
πενταπλασιότης
View word page
πενταπέταλον
πεντα-πέτᾰλον, τό, = sq., Cat.Cod.Astr. 8 ( 3 ). 162 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πενταπέταλον
Headword (normalized):
πενταπέταλον
Headword (normalized/stripped):
πενταπεταλον
IDX:
80691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80692
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεντα-πέτᾰλον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 8 </span> (<span class="bibl"> 3 </span>).<span class="bibl"> 162 </span>.</div><br><br>'}