Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πένταθλος
πένταιχμος
πεντακάτιοι
πεντακαττίς
πεντακέλευθος
πεντακέφαλος
πεντάκις
πεντακισμύριοι
πεντακισχίλιοι
πεντάδλαδος
πεντακλινικός
πεντάκλινος
πεντάκοινον
πεντακόλουρος
πεντακοσιάρχης
πεντακοσιαρχία
πεντακοσιόδραχμος
πεντακόσιοι
πεντακοσιομέδιμνος
πεντακοσιοστός
πεντακοσιοστύς
View word page
πεντακλινικός
πεντα-κλῑνικός, , όν, = sq., σκηνὴ π. PCair.Zen. 54.34 (iii B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεντακλινικός
Headword (normalized):
πεντακλινικός
Headword (normalized/stripped):
πεντακλινικος
IDX:
80650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80651
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεντα-κλῑνικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, = sq., <span class="foreign greek">σκηνὴ π</span>. <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PCair.Zen.</span> 54.34 </span> (iii B.C.).</div><br><br>'}