Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεντάγραμμον
πενταγωνικός
πενταγωνισμός
πεντάγωνος
πενταδακτυλιαῖος
πενταδάκτυλος
πεντάδαρχος
πεντάδιον
πεντάδραχμος
πεντάδωρος
πεντάεθλος
πεντάειδος
πενταετηρής
πενταετηρία
πενταετηρικός
πενταετηρίς
πενταέτηρος
πενταετής
πενταετία
πενταετίζομαι
πεντάζωνος
View word page
πεντάεθλος
πεντάεθλος, ον, poet. and Ion. for πένταθλος, -ον (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεντάεθλος
Headword (normalized):
πεντάεθλος
Headword (normalized/stripped):
πενταεθλος
IDX:
80622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80623
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεντάεθλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, poet. and Ion. for <span class="foreign greek">πένταθλος, -ον</span> (q. v.).</div><br><br>'}