Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πενθητικῶς
πενθικός
πένθιμος
πενθοποιέω
πένθος
πενία
πενιχραλέος
πενιχρός
πενιχρότης
πένομαι
πενόν
πενόομαι
πεντάβραχυς
πεντάγαμβρος
πεντάγραμμον
πενταγωνικός
πενταγωνισμός
πεντάγωνος
πενταδακτυλιαῖος
πενταδάκτυλος
πεντάδαρχος
View word page
πενόν
πενόν: μεμελανωμένον, Hsch. (leg. πελιόν).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πενόν
Headword (normalized):
πενόν
Headword (normalized/stripped):
πενον
IDX:
80608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80609
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πενόν</span>: <span class="foreign greek">μεμελανωμένον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">πελιόν</span>).</div><br><br>'}