Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πενθημιπόδιος
πενθημισπίθαμος
πενθημιταλαντιαῖος
πενθήμων
πενθήρης
πενθηρός
πένθησις
πενθητέον
πενθητήρ
πενθητήριος
πενθητικῶς
πενθικός
πένθιμος
πενθοποιέω
πένθος
πενία
πενιχραλέος
πενιχρός
πενιχρότης
πένομαι
πενόν
View word page
πενθητικῶς
πενθ-ητικῶς, v. sq. fin.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πενθητικῶς
Headword (normalized):
πενθητικῶς
Headword (normalized/stripped):
πενθητικως
IDX:
80598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80599
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πενθ-ητικῶς</span>, v. sq. fin.</div><br><br>'}