Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πενθεριδεύς
πενθερικός
πενθέριος
πενθεροκτόνος
πενθερός
πενθεροφθόρος
πενθετηρικός
πενθέτηρος
πενθέω
πένθημα
πενθήμεναι
πενθημερία
πενθήμερος
πενθημιαρτάβη
πενθημίγυον
πενθημιμερής
πενθημιπόδιος
πενθημισπίθαμος
πενθημιταλαντιαῖος
πενθήμων
πενθήρης
View word page
πενθήμεναι
πενθ-ήμεναι,
A). v. πενθέω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πενθήμεναι
Headword (normalized):
πενθήμεναι
Headword (normalized/stripped):
πενθημεναι
IDX:
80582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80583
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πενθ-ήμεναι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πενθέω</span> .</div> </div><br><br>'}