Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πενητεύω
πενητυλίδας
πενθαλέος
πενθάς
πένθεια
πενθεινός
πενθερά
πενθεριδεύς
πενθερικός
πενθέριος
πενθεροκτόνος
πενθερός
πενθεροφθόρος
πενθετηρικός
πενθέτηρος
πενθέω
πένθημα
πενθήμεναι
πενθημερία
πενθήμερος
πενθημιαρτάβη
View word page
πενθεροκτόνος
πενθεροκτόνος
,
ον
,
A).
gloss on
πενθεροφθόρος
,
Tz.
ad
Lyc.
161
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πενθεροκτόνος
Headword (normalized):
πενθεροκτόνος
Headword (normalized/stripped):
πενθεροκτονος
IDX:
80575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80576
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πενθεροκτόνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">πενθεροφθόρος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Tz.</span> </span> ad <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 161 </span>.</div> </div><br><br>'}