Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πεμπτός
πέμπω
πεμπώβολον
πεμφηρίς
πεμφιγώδης
πέμφιξ
πεμφίς
πεμφρηδών
πέμψις
πενεστεία
πενέστερος
πενέστης
πενεστικός
πενέω
πένης
πένησσα
πενητεύω
πενητυλίδας
πενθαλέος
πενθάς
πένθεια
View word page
πενέστερος
πενέστ-ερος
,
πενέστ-ατος
, Comp. and Sup. of
πένης
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πενέστερος
Headword (normalized):
πενέστερος
Headword (normalized/stripped):
πενεστερος
IDX:
80559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80560
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πενέστ-ερος</span>, <span class="orth greek">πενέστ-ατος</span>, Comp. and Sup. of <span class="foreign greek">πένης</span>.</div><br><br>'}