πέμφιξ
πέμφιξ, ῑγος, ἡ,
A). breath, blast, ἀπῇξε πέμφιξ Ἰονίου πέλας πόρου prob. in Fr. 337 ; κεραυνία π. βροντῆς Fr. 538 ; δυσχείμερος π. Fr. 195.4 .
2). ray, τηλέσκοπον πέμφιγα χρυσέαν ἰδών Fr. 338 ; ἂς οὔτε π. ἡλίου προσδέρκεται οὔτε κτλ. Fr. 170 .
4). cloud, πέμφιγι .. ἀγγέλῳ πυρός cloud, harbinger of lightning, Fr. 539 ; driving rain or rain-cloud, ; 17 πελιδναὶ φλύκταιναι πέμφιξιν ἐειδόμεναι ὑετοῖο,. . ἀμυδρήεσσαι ἐς ὠπήν livid pustules like rain clouds (in colour). . dim to the sight, Th. 273 (but = bubbles acc. to Sch.); dub. sens. in Fr. 483 (prob. = Oxy. 2080.43 ).
6). pustule or part surrounding a pustule, ἐφίσταται π. οἷον ἐλαίου χλωρῆς ὥσπερ ἀράχνιον Euryphon ap. ( 17 1 ). 886 .