Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πελώριος
πελωρίς
πέλωρον
πέλωρος
πελωχικόν
πέμμα
πεμμάτιον
πεμματολόγος
πεμματουργός
πεμπάδαρχος
πεμπαδάρχης
πεμπαδικός
πεμπάζω
πέμπαθλον
πεμπάκι
πεμπάμερος
πεμπάς
πεμπαστής
πέμπε
πεμπεβόηος
πέμπελος
View word page
πεμπαδάρχης
πεμπαδ-άρχης
,
ου
,
ὁ
,
Hsch.
s.v.
δωδεκάδαρχοι
(pl.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πεμπαδάρχης
Headword (normalized):
πεμπαδάρχης
Headword (normalized/stripped):
πεμπαδαρχης
IDX:
80529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80530
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεμπαδ-άρχης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v.<span class="foreign greek">δωδεκάδαρχοι</span> (pl.).</div><br><br>'}