Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνδροφονία
ἀνδροφόνος
ἀνδροφόντης
ἀνδρόφρων
ἀνδροφυής
ἀνδροφυκτίς
ἀνδρόω
ἀνδρύνω
ἀνδρώδης
ἀνδρών
ἀνδρεών
ἀνδρώνιον
ἀνδρωνῖτις
ἀνδρωνυμικόν
ἀνδρωνύμιον
ἀνδρῶος
ἀvέαστος
ἀνέβραχε
ἀνεγγάρευτος
ἀνέγγραφος
ἀνέγγυος
View word page
ἀνδρεών
ἀνδρ-εών (q.v.); Ep. ἀνδρ-ειών (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνδρεών
Headword (normalized):
ἀνδρεών
Headword (normalized/stripped):
ανδρεων
IDX:
8049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8050
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνδρ-εών</span> (q.v.); Ep. <span class="orth greek">ἀνδρ-ειών</span> (q.v.).</div><br><br>'}