Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πέλλιξ
πελλίς
πελλοπλαύραστον
πελλοράφος
πελλός
πέλλυρον
πέλλυτρα
πέλμα
πελματίζω
πελματόομαι
πέλομαι
Πελοπόννησος
Πελοποννήσιοι
Πελοποννησιακὸς
Πελοποννήσιος
Πέλοψ
πελτάζω
πελτάριον
πελταστής
πελταστικός
πελτασταί
View word page
πέλομαι
πέλομαι,
A). v. πέλω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πέλομαι
Headword (normalized):
πέλομαι
Headword (normalized/stripped):
πελομαι
IDX:
80496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80497
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πέλομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πέλω</span> .</div> </div><br><br>'}