πελλός
πελλός ή, όν, (or πέλλος, η, ον, the accent varies in codd.)
A). dark-coloured, dusky, πελλὴ μηκάς dub. in Fr. 509 ; πελλὰ ὄϊς , cf. 5.99 Fr. 114 ; βοῦς EM 659.38 ; πελλὸς ἐρῳδιός HA 609b22 ; π. σποδός cj. in ; = Lat. 1.24 pullus,[ἱμάτιον] IG 14.644 ( Supp.Epigr. 4.70 , Western Locr.) ; Sicyonian for κιρρός, ap. . (Cf. 19.129 πελιός, πελιδνός, πολιός ; Skt. palita/s 'grey', Lat. palleo, pullus.)