Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πελιδνόομαι
πελιδνός
πελιδνότης
πελίδνωμα
πελίδνωσις
πελίκη
πέλιξ
πελιόομαι
πελιός
πελιότης
πελιτνός
πελίχνη
πελιώδης
πελίωμα
πελίωσις
πέλλα
πελλαϊκόν
πελλαῖος
πελλαιχνόν
πελλαντήρ
πελλᾶς
View word page
πελιτνός
πελιτνός, , όν,
A). v. πελιδνός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πελιτνός
Headword (normalized):
πελιτνός
Headword (normalized/stripped):
πελιτνος
IDX:
80473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80474
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πελιτνός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πελιδνός</span> .</div> </div><br><br>'}