Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πελεκοφόρος
πέλεκρα
πέλεκυ
πελεκυνάριον
πέλεκυς
πελεκύστερον
πελεμίζω
πελένα
πελιαίνομαι
πελιγᾶνες
πελίγξαι
πελιδναῖος
πελιδνήεις
πελιδνόομαι
πελιδνός
πελιδνότης
πελίδνωμα
πελίδνωσις
πελίκη
πέλιξ
πελιόομαι
View word page
πελίγξαι
πελίγξαι· ἐπιδραμεῖν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πελίγξαι
Headword (normalized):
πελίγξαι
Headword (normalized/stripped):
πελιγξαι
IDX:
80460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80461
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πελίγξαι· </span> <span class="foreign greek">ἐπιδραμεῖν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}