Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πελεκητής
πελεκητός
πελεκητρίς
πελεκήτωρ
πελεκηφόρος
πελεκίζω
πελεκινοειδής
πελεκῖνος
πελέκιον
πελεκισμός
πελέκκησε
πέλεκκον
πελεκοφόρος
πέλεκρα
πέλεκυ
πελεκυνάριον
πέλεκυς
πελεκύστερον
πελεμίζω
πελένα
πελιαίνομαι
View word page
πελέκκησε
πελέκκησε,
A). v. πελεκάω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πελέκκησε
Headword (normalized):
πελέκκησε
Headword (normalized/stripped):
πελεκκησε
IDX:
80448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-80449
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πελέκκησε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πελεκάω</span> .</div> </div><br><br>'}