πελαργ-ικός,
ή,
όν,
A). of the stork, Hsch., Suid.
II). =
Πελασγικός :
τὸ Π. the northern slope of the Acropolis at Athens,
IG 12.76.55 ,
Ar. Av. 832 ;
τὸ Π. τεῖχος Arist. Ath. 19 .
5 ; written
τὸ Πελαργικόν in
Hdt. 5.64 ,
Th. 2.17 (with v.l.
Πελασγ- , but cf.
Πελαργικόν· ἀντὶ τοῦ Πελασγικόν,
Hsch.); also
Τυρσηνῶν τείχισμα Π.
Call. Fr. 283 .